Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας sunbathe
γ΄ ενικό ενεστώτα sunbathes
αόριστος sunbathed
παθητική μετοχή sunbathed
ενεργητική μετοχή sunbathing

  Ετυμολογία επεξεργασία

sunbathe < sun + bathe

  Ρήμα επεξεργασία

sunbathe (en)

  • λιάζομαι, κάνω ηλιοθεραπεία
    Three little birds were sitting in the sun and sunbathing.
    Τρία πουλάκια κάθονταν στον ήλιο και λιάζονταν.

  Πηγές επεξεργασία