ενεστώτας block off
γ΄ ενικό ενεστώτα blocks off
αόριστος blocked off
παθητική μετοχή blocked off
ενεργητική μετοχή blocking off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
block off < → δείτε τις λέξεις block και off

block off (en)

  • (μεταβατικό) αποκλείω, κλείνω ένα δρόμο ή ένα άνοιγμα βάζοντας ένα εμπόδιο στη μία άκρη ή μπροστά του
    ⮡  The road was blocked off by the recent landslides.
    Ο δρόμος αποκλείστηκε από τις τελευταίες καθιζήσεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη block