ενεστώτας block in
γ΄ ενικό ενεστώτα blocks in
αόριστος blocked in
παθητική μετοχή blocked in
ενεργητική μετοχή blocking in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
block in < → δείτε τις λέξεις block και in

block in (en)

  • κλείνω, αποκλείω ένα αυτοκίνητο από το να μπορεί να οδηγηθεί
    ⮡  They blocked me in and I can’t leave.
    Με έκλεισαν και δεν μπορώ να φύγω.