ενεστώτας block out
γ΄ ενικό ενεστώτα blocks out
αόριστος blocked out
παθητική μετοχή blocked out
ενεργητική μετοχή blocking out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
block out < → δείτε τις λέξεις block και out

block out (en)

  • εμποδίζω, σταματώ να μπαίνει φως ή θόρυβος
    ⮡  These curtains block out the sunlight.
    Αυτές οι κουρτίνες εμποδίζουν το φως του ήλιου.