Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας close off
γ΄ ενικό ενεστώτα closes off
αόριστος closed off
παθητική μετοχή closed off
ενεργητική μετοχή closing off

  Ετυμολογία επεξεργασία

close off < → δείτε τις λέξεις close και off

  Ρήμα επεξεργασία

close off (en)