ενεστώτας close off
γ΄ ενικό ενεστώτα closes off
αόριστος closed off
παθητική μετοχή closed off
ενεργητική μετοχή closing off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
close off < → δείτε τις λέξεις close και off

close off (en)

  1. αποκλείω, χωρίζω κάτι από άλλα μέρη για να μην μπορεί να το χρησιμοποιήσει ο κόσμος
    ⮡  The police closed off the roads to the embassy.
    Η αστυνομία απόκλεισε τους δρόμους προς την πρεσβεία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη block
  2. (ιδιωματισμός) κλείνομαι στον εαυτό μου, δε φανερώνω τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου
    ⮡  I closed myself off.
    Κλείστηκα στον εαυτό μου.