close off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | close off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | closes off |
αόριστος | closed off |
παθητική μετοχή | closed off |
ενεργητική μετοχή | closing off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαclose off (en)
- αποκλείω, χωρίζω κάτι από άλλα μέρη για να μην μπορεί να το χρησιμοποιήσει ο κόσμος
- (ιδιωματισμός) κλείνομαι στον εαυτό μου, δε φανερώνω τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου
- ⮡ I closed myself off.
- Κλείστηκα στον εαυτό μου.
- ⮡ I closed myself off.