περιέργως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιέργως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιέργως
Επίρρημα
επεξεργασίαπεριέργως
- σχολιαστικό επίρρημα που δείχνει απρόσμενο ή ανεξήγητο τρόπο
- (λόγιο) περίεργα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιέργως
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιέργως < περίεργ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαπεριέργως , συγκριτικός : περιεργότερον
- με αδιάκριτη περιέργεια
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14.83, @perseus.tufts.edu.
- ὕστερον δὲ ποικίλλοντες τὴν ἀναγκαίαν τροφὴν ἀκολάστως καὶ περιέργως μικρὸν παραγαγόντες τοὔνομα τῆς μάζης ματτύην ὠνόμαζον πᾶν τὸ πολυτελὲς ἔδεσμα,
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14.83, @perseus.tufts.edu.
Πηγές
επεξεργασία- περίεργος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.