Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιέργως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιέργως

  Επίρρημα επεξεργασία

περιέργως

  1. σχολιαστικό επίρρημα που δείχνει απρόσμενο ή ανεξήγητο τρόπο
  2. (λόγιο) περίεργα

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιέργως < περίεργ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

περιέργως , συγκριτικός: περιεργότερον

  Πηγές επεξεργασία