Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιοπερίεργος η αξιοπερίεργη το αξιοπερίεργο
      γενική του αξιοπερίεργου της αξιοπερίεργης του αξιοπερίεργου
    αιτιατική τον αξιοπερίεργο την αξιοπερίεργη το αξιοπερίεργο
     κλητική αξιοπερίεργε αξιοπερίεργη αξιοπερίεργο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιοπερίεργοι οι αξιοπερίεργες τα αξιοπερίεργα
      γενική των αξιοπερίεργων των αξιοπερίεργων των αξιοπερίεργων
    αιτιατική τους αξιοπερίεργους τις αξιοπερίεργες τα αξιοπερίεργα
     κλητική αξιοπερίεργοι αξιοπερίεργες αξιοπερίεργα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξιοπερίεργος < αξιο- + περίεργος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ksi.o.peˈɾi.eɾ.ɣos/

  Επίθετο επεξεργασία

αξιοπερίεργος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία