Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξιοπερίεργος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αξιοπερίεργ
ος
η
αξιοπερίεργ
η
το
αξιοπερίεργ
ο
γενική
του
αξιοπερίεργ
ου
της
αξιοπερίεργ
ης
του
αξιοπερίεργ
ου
αιτιατική
τον
αξιοπερίεργ
ο
την
αξιοπερίεργ
η
το
αξιοπερίεργ
ο
κλητική
αξιοπερίεργ
ε
αξιοπερίεργ
η
αξιοπερίεργ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αξιοπερίεργ
οι
οι
αξιοπερίεργ
ες
τα
αξιοπερίεργ
α
γενική
των
αξιοπερίεργ
ων
των
αξιοπερίεργ
ων
των
αξιοπερίεργ
ων
αιτιατική
τους
αξιοπερίεργ
ους
τις
αξιοπερίεργ
ες
τα
αξιοπερίεργ
α
κλητική
αξιοπερίεργ
οι
αξιοπερίεργ
ες
αξιοπερίεργ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξιοπερίεργος
<
αξιο-
+
περίεργος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.ksi.o.peˈɾi.eɾ.ɣos
/
Επίθετο
επεξεργασία
αξιοπερίεργος, -η, -ο
που μας προκαλεί την
περιέργεια
, επειδή είναι κάπως
ασυνήθιστος
ή
παράδοξος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άξιος
,
περίεργος
,
περί
και
έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξιοπερίεργος
αγγλικά
:
peculiar
(en)
γαλλικά
:
bizarre
(fr)