Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

έργατο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έργατο ουδέτερο

  • (σπάνιο, λογοτεχνικό) έργο
    ※ 
    Με μια πιρούνα ο σιορ Λειρής τσιμπούσε
    το έργατο που κει μπρος του βουρβουρούσε
    κι αλάτιζέ το για να νοστιμέψη.
    (Λάμπρος Λαρέλης: VITA POETICA, ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ, neoplanodion.gr, Ιούλιος 2016 [1])
    ※ 
    Δέν είμαι μαρμαρένια βρύση,
    έργατο κόπου πλερωτοΰ.
    Είμαι πηγή πόχει άναβρύσει
    μές άπ’ τό χέρι τοϋ Θεού!
    (Γ. Αθανάς, Ίδρυμα Γ. και Μ. Αθανασιάδη-Νόβα, Ναύπακτος 2001, σελ. 115 [2])

  Μεταφράσεις επεξεργασία