• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πάρεργο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάρεργο τα πάρεργα
      γενική του πάρεργου των πάρεργων
    αιτιατική το πάρεργο τα πάρεργα
     κλητική πάρεργο πάρεργα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πάρεργο < αρχαία ελληνική πάρεργον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πάρεργος < παρά + ἔργον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάρεργο ουδέτερο

  • εργασία ή έργο που γίνεται πέρα από το κύριο έργο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις πάρεργος, παρά και έργο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πάρεργο
  • αγγλικά : bywork (en), parergon (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πάρεργο&oldid=5502967"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 11:29

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 11:29.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας