Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πάρεργος η πάρεργη το πάρεργο
      γενική του πάρεργου της πάρεργης του πάρεργου
    αιτιατική τον πάρεργο την πάρεργη το πάρεργο
     κλητική πάρεργε πάρεργη πάρεργο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πάρεργοι οι πάρεργες τα πάρεργα
      γενική των πάρεργων των πάρεργων των πάρεργων
    αιτιατική τους πάρεργους τις πάρεργες τα πάρεργα
     κλητική πάρεργοι πάρεργες πάρεργα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάρεργος < αρχαία ελληνική πάρεργος < παρά + ἔργον

  Επίθετο επεξεργασία

πάρεργος

  1. (λόγιο) που γίνεται πέρα από το κύριο έργο
     συνώνυμα: δευτερεύων, επουσιώδης
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πάρεργο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία