Ετυμολογία

επεξεργασία
collaborative < collaborat(e) + -ive

  Επίθετο

επεξεργασία

collaborative (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
collaborative collaboratives

collaborative (en)

  • (διοίκηση) η ομάδα συνεργασίας, η οποία συνεργάζεται για την επίτευξη ενός στόχου