Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνασπισμένος η συνασπισμένη το συνασπισμένο
      γενική του συνασπισμένου της συνασπισμένης του συνασπισμένου
    αιτιατική τον συνασπισμένο τη συνασπισμένη το συνασπισμένο
     κλητική συνασπισμένε συνασπισμένη συνασπισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνασπισμένοι οι συνασπισμένες τα συνασπισμένα
      γενική των συνασπισμένων των συνασπισμένων των συνασπισμένων
    αιτιατική τους συνασπισμένους τις συνασπισμένες τα συνασπισμένα
     κλητική συνασπισμένοι συνασπισμένες συνασπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνασπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνασπίζω

  Μετοχή επεξεργασία

συνασπισμένος, -η, -ο

  1. που έχει συνασπισθεί, έχει ενώσει τις δυνάμεις του με άλλων
    συνασπισμένες οι δυνάμεις της Αριστεράς θα είχαν επιτύχει υψηλότερα ποσοστά από όσα διασπασμένες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία