συνασπισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνασπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνασπίζω
Μετοχή
επεξεργασίασυνασπισμένος, -η, -ο
- που έχει συνασπισθεί, έχει ενώσει τις δυνάμεις του με άλλων
- συνασπισμένες οι δυνάμεις της Αριστεράς θα είχαν επιτύχει υψηλότερα ποσοστά από όσα διασπασμένες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συνασπίζω