ρίψασπις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρίψασπις | οι | ριψάσπιδες |
γενική | του | ριψάσπιδος | των | ριψασπίδων (ριψάσπιδων*) |
αιτιατική | τον | ρίψασπι(ν) | τους | ριψάσπιδες |
κλητική | ρίψασπι | ριψάσπιδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. * Ο τύπος γενικής πληθυντικού -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «ρίψασπις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρίψασπις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥίψασπις < ῥίπτω, ῥιψ- + ἀσπίς
Ουσιαστικό
επεξεργασία- (ιστορία) κατά την αρχαιότητα, στρατιώτης που ρίχνει την ασπίδα του, δηλαδή το βάζει στα πόδια από δειλία
- ⮡ Ο ρίψασπις ρίχνοντας την ασπίδα του εκθέτει σε κίνδυνο τον συμπολεμιστή του, αφού η ασπίδα του ενός εκάλυπτε το σώμα του διπλανού του. Γι' αυτό η Σπαρτιάτισσα μάνα έλεγε "ή ταν ή επί τας" (ή θα γυρίσεις πίσω με την ασπίδα σου ή να σε φέρουν πάνω σε αυτήν σκοτωμένο)
- ≈ συνώνυμα: λιποτάκτης, φυγοπόλεμος
- (λόγιο) κάποιος που σταματάει να αγωνίζεται από δειλία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρίψασπις
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ρίψασπις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)