Δείτε επίσης: ῥίψασπις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρίψασπις οι ριψάσπιδες
      γενική του ριψάσπιδος των ριψασπίδων
(ριψάσπιδων*)
    αιτιατική τον ρίψασπι(ν) τους ριψάσπιδες
     κλητική ρίψασπι ριψάσπιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. * Ο τύπος γενικής πληθυντικού -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «ρίψασπις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρίψασπις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥίψασπις < ῥίπτω, ῥιψ- + ἀσπίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρίψασπις αρσενικό [1][2]

  1. (ιστορία) κατά την αρχαιότητα, στρατιώτης που ρίχνει την ασπίδα του, δηλαδή το βάζει στα πόδια από δειλία
    ⮡ Ο ρίψασπις ρίχνοντας την ασπίδα του εκθέτει σε κίνδυνο τον συμπολεμιστή του, αφού η ασπίδα του ενός εκάλυπτε το σώμα του διπλανού του. Γι' αυτό η Σπαρτιάτισσα μάνα έλεγε "ή ταν ή επί τας" (ή θα γυρίσεις πίσω με την ασπίδα σου ή να σε φέρουν πάνω σε αυτήν σκοτωμένο)
     συνώνυμα: λιποτάκτης, φυγοπόλεμος
  2. (λόγιο) κάποιος που σταματάει να αγωνίζεται από δειλία
     συνώνυμα: δειλός, λιπόψυχος, ολιγόψυχος, φυγόμαχος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ρίψασπις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)