Δείτε επίσης: ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ῥῐψᾰσπῐδ-
ονομαστική / ῥίψασπῐς τὸ ῥίψασπῐ
      γενική τοῦ/τῆς ῥιψάσπῐδος τοῦ ῥιψάσπῐδος
      δοτική τῷ/τῇ ῥιψάσπῐδ τῷ ῥιψάσπῐδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ῥίψασπιν τὸ ῥίψασπῐ
     κλητική ! ῥίψασπῐς 
ή ῥίψασπῐ*
ῥίψασπῐ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ῥιψάσπῐδες τὰ ῥιψάσπῐδ
      γενική τῶν ῥιψασπῐ́δων τῶν ῥιψασπῐ́δων
      δοτική τοῖς/ταῖς ῥίψασπῐσῐ(ν) τοῖς ῥίψασπῐσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ῥιψάσπῐδᾰς τὰ ῥιψάσπῐδ
     κλητική ! ῥιψάσπῐδες ῥιψάσπιδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ῥιψάσπῐδε τὼ ῥιψάσπῐδε
      γεν-δοτ τοῖν ῥιψασπῐ́δοιν τοῖν ῥιψασπῐ́δοιν
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥίψασπις < ῥίπτω + ἀσπίς (πβ. τερψίμβροτος)

  Επίθετο

επεξεργασία

ῥίψασπις, -ιδος αρσενικό ή θηλυκό

  1. εκείνος που ρίχνει την ασπίδα του στη μάχη, που εγκαταλείπει τα όπλα του και τρέπεται σε φυγή από φόβο
  2. δειλός, άνανδρος, φυγόμαχος
  3. προδότης, αποστάτης

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία