ῥίψασπις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ῥῐψᾰσπῐδ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ῥίψασπῐς | τὸ | ῥίψασπῐ | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ῥιψάσπῐδος | τοῦ | ῥιψάσπῐδος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ῥιψάσπῐδῐ | τῷ | ῥιψάσπῐδῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ῥίψασπιν | τὸ | ῥίψασπῐ | ||
κλητική ὦ! | ῥίψασπῐς ή ῥίψασπῐ* |
ῥίψασπῐ | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ῥιψάσπῐδες | τὰ | ῥιψάσπῐδᾰ | ||
γενική | τῶν | ῥιψασπῐ́δων | τῶν | ῥιψασπῐ́δων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ῥίψασπῐσῐ(ν) | τοῖς | ῥίψασπῐσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ῥιψάσπῐδᾰς | τὰ | ῥιψάσπῐδᾰ | ||
κλητική ὦ! | ῥιψάσπῐδες | ῥιψάσπιδᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥιψάσπῐδε | τὼ | ῥιψάσπῐδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥιψασπῐ́δοιν | τοῖν | ῥιψασπῐ́δοιν | ||
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥίψασπις < ῥίπτω + ἀσπίς (πβ. τερψίμβροτος)
Επίθετο
επεξεργασίαῥίψασπις, -ιδος αρσενικό ή θηλυκό
- εκείνος που ρίχνει την ασπίδα του στη μάχη, που εγκαταλείπει τα όπλα του και τρέπεται σε φυγή από φόβο
- δειλός, άνανδρος, φυγόμαχος
- προδότης, αποστάτης
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ῥίψασπις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥίψασπις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.