→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
τερψῐμβροτο-
ονομαστική / τερψίμβροτος τὸ τερψίμβροτον
      γενική τοῦ/τῆς τερψιμβρότου τοῦ τερψιμβρότου
      δοτική τῷ/τῇ τερψιμβρότ τῷ τερψιμβρότ
    αιτιατική τὸν/τὴν τερψίμβροτον τὸ τερψίμβροτον
     κλητική ! τερψίμβροτε τερψίμβροτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τερψίμβροτοι τὰ τερψίμβροτ
      γενική τῶν τερψιμβρότων τῶν τερψιμβρότων
      δοτική τοῖς/ταῖς τερψιμβρότοις τοῖς τερψιμβρότοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς τερψιμβρότους τὰ τερψίμβροτ
     κλητική ! τερψίμβροτοι τερψίμβροτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τερψιμβρότω τὼ τερψιμβρότω
      γεν-δοτ τοῖν τερψιμβρότοιν τοῖν τερψιμβρότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερψίμβροτος < τερψί- + *μβροτός < τέρψις + βροτός (από αμάρτυρο *μροτός)[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

τερψίμβροτος

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τερψίμβροτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012