→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
φερᾰσπῐδ-
ονομαστική / φέρασπῐς τὸ φέρασπῐ
      γενική τοῦ/τῆς φεράσπῐδος τοῦ φεράσπῐδος
      δοτική τῷ/τῇ φεράσπῐδ τῷ φεράσπῐδ
    αιτιατική τὸν/τὴν φέρασπιν τὸ φέρασπῐ
     κλητική ! φέρασπῐς 
ή φέρασπῐ*
φέρασπῐ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φεράσπῐδες τὰ φεράσπῐδ
      γενική τῶν φερασπῐ́δων τῶν φερασπῐ́δων
      δοτική τοῖς/ταῖς φέρασπῐσῐ(ν) τοῖς φέρασπῐσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς φεράσπῐδᾰς τὰ φεράσπῐδ
     κλητική ! φεράσπῐδες φεράσπιδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φεράσπῐδε τὼ φεράσπῐδε
      γεν-δοτ τοῖν φερασπῐ́δοιν τοῖν φερασπῐ́δοιν
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φέρασπις < φέρ(ω) + ἀσπίς

  Επίθετο

επεξεργασία

φέρασπις

  • που φέρει ασπίδες, τις φέρνει μαζί του καθώς έρχεται
    ⮡  ἔγχη σταδαῖα καὶ φεράσπιδες σαγαί λείπει η μετάφραση (για την περσική επίθεση)

Συγγενικά

επεξεργασία