φέρασπις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
φερᾰσπῐδ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | φέρασπῐς | τὸ | φέρασπῐ | ||
γενική | τοῦ/τῆς | φεράσπῐδος | τοῦ | φεράσπῐδος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | φεράσπῐδῐ | τῷ | φεράσπῐδῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | φέρασπιν | τὸ | φέρασπῐ | ||
κλητική ὦ! | φέρασπῐς ή φέρασπῐ* |
φέρασπῐ | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | φεράσπῐδες | τὰ | φεράσπῐδᾰ | ||
γενική | τῶν | φερασπῐ́δων | τῶν | φερασπῐ́δων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | φέρασπῐσῐ(ν) | τοῖς | φέρασπῐσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | φεράσπῐδᾰς | τὰ | φεράσπῐδᾰ | ||
κλητική ὦ! | φεράσπῐδες | φεράσπιδᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φεράσπῐδε | τὼ | φεράσπῐδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φερασπῐ́δοιν | τοῖν | φερασπῐ́δοιν | ||
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, §292, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔελπις' όπως «εὔελπις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφέρασπις
- που φέρει ασπίδες, τις φέρνει μαζί του καθώς έρχεται
- ⮡ ἔγχη σταδαῖα καὶ φεράσπιδες σαγαί → λείπει η μετάφραση (για την περσική επίθεση)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φέρασπις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φέρασπις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.