πρόμαχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρόμαχος | οι | πρόμαχοι |
γενική | του | πρόμαχου & προμάχου |
των | πρόμαχων & προμάχων |
αιτιατική | τον | πρόμαχο | τους | πρόμαχους & προμάχους |
κλητική | πρόμαχε | πρόμαχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόμαχος < αρχαία ελληνική πρόμᾰχος < πρό + μάχη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόμαχος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- προμαχώ
- προμαχώνας
- προμαχωνικός
- → δείτε τις λέξεις προ και μάχη