προμαχώνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προμαχώνας < αρχαία ελληνική προμαχεών < πρό + μάχομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.maˈxo.nas/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρομαχώνας αρσενικό
- προεξέχον τμήμα τείχους, οχύρωσης, τάπια ή ντάπια
- ※ Ὁ Στορνάρης βαστοῦσε τὸ πιὸ ἀνατολικόν, καὶ πρῶτο στὴ σειρά, προμαχῶνα, λεγόμενον τῆς Κλείσοβας, ποὺ ἀργότερα πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ Κανάρη. Δεύτερος, δυτικότερα, σημειώνεται ὁ προμαχώνας τοῦ Νότη, Ἀλέρτα. Τὸ ὄνομα τοῦ δόθηκε γιὰ τιμὴ τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1769 στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα, ποὺ εἶχε αὐτὴ τὴ λαϊκὴ ὀνομασία, π.χ. ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς Ἀλέρτας.» (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833], εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 2, Αθήνα 1941, σελ. 93.)
- ⮡ ο οχυρωματικός περίβολος του Χάνδακα αποτελείται από επτά προμαχώνες
- (μεταφορικά) σημείο από το οποίο κάποιος αμύνεται για ένα σκοπό
- η Κρήτη στάθηκε για αιώνες προμαχώνας της ελευθερίας