Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προμαχώνας οι προμαχώνες
      γενική του προμαχώνα των προμαχώνων
    αιτιατική τον προμαχώνα τους προμαχώνες
     κλητική προμαχώνα προμαχώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προμαχώνας < αρχαία ελληνική προμαχεών < πρό + μάχομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.maˈxo.nas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
προμαχώνας τείχους

προμαχώνας αρσενικό

  1. προεξέχον τμήμα τείχους, οχύρωσης, τάπια ή ντάπια
    ο οχυρωματικός περίβολος του Χάνδακα αποτελείται από επτά προμαχώνες
  2. (μεταφορικά) σημείο από το οποίο κάποιος αμύνεται για ένα σκοπό
    η Κρήτη στάθηκε για αιώνες προμαχώνας της ελευθερίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία