Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κλείσοβα
      γενική της Κλείσοβας
    αιτιατική την Κλείσοβα
     κλητική Κλείσοβα
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κλείσοβα < σλαβικής προέλευσης клучов (< клуч (κλειδί) < πρωτοσλαβική *kľučь) + σλαβικής προέλευσης -о̀ба / -òba (-οβα) (με παρετυμολόγηση από το κλείνω / κλειδί)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κλείσοβα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία