Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αλέρτα
      γενική της Αλέρτας
    αιτιατική την Αλέρτα
     κλητική Αλέρτα
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλέρτα < ιταλική allerta < alla + erta < λατινική erectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος erigo

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλέρτα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία