Μεσολόγγι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μεσολόγγι | ||
γενική | του | Μεσολογγιού & Μεσολογγίου | ||
αιτιατική | το | Μεσολόγγι | ||
κλητική | Μεσολόγγι | |||
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση. Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος, παλιότερος. | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μεσολόγγι < δαλματική messo[1] + laghi (κυριολεκτικά: περιοχή που περιτριγυρίζεται / τοποθετείται ανάμεσα από λίμνες «ονομασία που δόθηκε αρχικώς από τους Δαλματούς πειρατές στα ιχθυοτροφεία τής περιοχής και μαρτυρείται από το 1571. Η παρετυμολογία Μεσολόγγι < μέσος + λόγγος οδήγησε στην καθιέρωση τής γραφής με –γγ– αντί –γκ–»: [2] (< πληθυντικός του lago (λίμνη) ή < ιταλική mezzo + laghi (κυριολεκτικά: στο μέσο των λιμνών)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.soˈloŋ.ɟi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐σο‐λόγ‐γι
- ομόηχο: Μεσολόγγη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μεσολόγγι ουδέτερο
- η πρωτεύουσα της Αιτωλοακαρνανίας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Μεσολόγγι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μεσολόγγι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ < mettere < λατινική mittere, απαρέμφατο ενεστώτα του mitto
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)