προμαχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προμαχώ < αρχαία ελληνική προμαχέω / προμαχῶ
Ρήμα
επεξεργασίαπρομαχώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προμαχώ | προμαχούσα | θα προμαχώ | να προμαχώ | προμαχώντας | |
β' ενικ. | προμαχείς | προμαχούσες | θα προμαχείς | να προμαχείς | (προμάχει) | |
γ' ενικ. | προμαχεί | προμαχούσε | θα προμαχεί | να προμαχεί | ||
α' πληθ. | προμαχούμε | προμαχούσαμε | θα προμαχούμε | να προμαχούμε | ||
β' πληθ. | προμαχείτε | προμαχούσατε | θα προμαχείτε | να προμαχείτε | προμαχείτε | |
γ' πληθ. | προμαχούν(ε) | προμαχούσαν(ε) | θα προμαχούν(ε) | να προμαχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προμάχησα | θα προμαχήσω | να προμαχήσω | προμαχήσει | ||
β' ενικ. | προμάχησες | θα προμαχήσεις | να προμαχήσεις | προμάχησε | ||
γ' ενικ. | προμάχησε | θα προμαχήσει | να προμαχήσει | |||
α' πληθ. | προμαχήσαμε | θα προμαχήσουμε | να προμαχήσουμε | |||
β' πληθ. | προμαχήσατε | θα προμαχήσετε | να προμαχήσετε | προμαχήστε | ||
γ' πληθ. | προμάχησαν προμαχήσαν(ε) |
θα προμαχήσουν(ε) | να προμαχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προμαχήσει | είχα προμαχήσει | θα έχω προμαχήσει | να έχω προμαχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προμαχήσει | είχες προμαχήσει | θα έχεις προμαχήσει | να έχεις προμαχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προμαχήσει | είχε προμαχήσει | θα έχει προμαχήσει | να έχει προμαχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προμαχήσει | είχαμε προμαχήσει | θα έχουμε προμαχήσει | να έχουμε προμαχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προμαχήσει | είχατε προμαχήσει | θα έχετε προμαχήσει | να έχετε προμαχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προμαχήσει | είχαν προμαχήσει | θα έχουν προμαχήσει | να έχουν προμαχήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προμαχώ
|