λιπόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιπόψυχος < λιποψυχ(ώ) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε λιπό- + -ψυχος
Επίθετο
επεξεργασίαλιπόψυχος
- που χάνει το θάρρος του, που λιποψυχεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λιπόψυχος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λιπόψυχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας