Δείτε επίσης: λιποψυχῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιποψυχώ < αρχαία ελληνική λιποψυχέω / λιποψυχῶ < λείπω + ψυχή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.po.psiˈxo/

λιποψυχώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία