φυγοπόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφυγοπόλεμος, η, ο
- που αποφεύγει να πολεμήσει, όπως π.χ. οι στρατιώτες που υπηρετούν σε γραφεία
- (μεταφορικά) ο υπερβολικά υποχωρητικός, ο φυγόμαχος, εκείνος που αρνείται να δώσει μάχες για να υπερασπιστεί όσα θεωρητικά οφείλει να υποστηρίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυγοπόλεμος
|