αιγίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιγίδα | οι | αιγίδες |
γενική | της | αιγίδας | των | αιγίδων |
αιτιατική | την | αιγίδα | τις | αιγίδες |
κλητική | αιγίδα | αιγίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αιγίδα < αρχαία ελληνική αἰγίς (ασπίδα από αιγόδερμα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααιγίδα θηλυκό
- κατσικίσιο δέρμα ασπίδας
- αίγασπις, ασπίδας επικαλυμμένη με κατσικόδερμα
- χρησιμοποιείται πλέον κυρίως στην έκφραση "υπό την αιγίδα" (ακολουθεί γενική): με την επίσημη, ηθική ή υλική υποστήριξη κάποιου
- υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας
- (κυριολεκτικά) υπό την προστασία