υπερασπίσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερασπίσιμος < υπερασπίζω + -ίσιμος
Επίθετο επεξεργασία
υπερασπίσιμος, -η, -ο
- που είναι δυνατόν ή αξίζει να τον υπερασπιστούν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις υπερασπίζω και ασπίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερασπίσιμος