-ίσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -ίσιμος | η | -ίσιμη | το | -ίσιμο |
γενική | του | -ίσιμου | της | -ίσιμης | του | -ίσιμου |
αιτιατική | τον | -ίσιμο | τη(ν) | -ίσιμη | το | -ίσιμο |
κλητική | -ίσιμε | -ίσιμη | -ίσιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -ίσιμοι | οι | -ίσιμες | τα | -ίσιμα |
γενική | των | -ίσιμων | των | -ίσιμων | των | -ίσιμων |
αιτιατική | τους | -ίσιμους | τις | -ίσιμες | τα | -ίσιμα |
κλητική | -ίσιμοι | -ίσιμες | -ίσιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Κατάληξη αρσενικών επιθέτων επεξεργασία
-ίσιμος
- που μπορεί να γίνει αυτό που εκφράζει η ρίζα της λέξης
- που αποβλέπει σε αυτό που εκφράζει η ρίζα της λέξης