↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπολογίσιμος η υπολογίσιμη το υπολογίσιμο
      γενική του υπολογίσιμου της υπολογίσιμης του υπολογίσιμου
    αιτιατική τον υπολογίσιμο την υπολογίσιμη το υπολογίσιμο
     κλητική υπολογίσιμε υπολογίσιμη υπολογίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπολογίσιμοι οι υπολογίσιμες τα υπολογίσιμα
      γενική των υπολογίσιμων των υπολογίσιμων των υπολογίσιμων
    αιτιατική τους υπολογίσιμους τις υπολογίσιμες τα υπολογίσιμα
     κλητική υπολογίσιμοι υπολογίσιμες υπολογίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπολογίσιμος < υπολογίζω + -σιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

υπολογίσιμος

  1. που είναι δυνατόν να υπολογιστεί
  2. (μεταφορικά) που πρέπει να τον λάβουμε υπόψη μας, σημαντικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία