υπολογισιμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπολογισιμότητα < υπολογίσιμος + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπολογισιμότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του υπολογίσιμου, η επίτευξη υπολογισμού
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπολογισιμότητα
|