Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερασπισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπερασπισμέν
ος
η
υπερασπισμέν
η
το
υπερασπισμέν
ο
γενική
του
υπερασπισμέν
ου
της
υπερασπισμέν
ης
του
υπερασπισμέν
ου
αιτιατική
τον
υπερασπισμέν
ο
την
υπερασπισμέν
η
το
υπερασπισμέν
ο
κλητική
υπερασπισμέν
ε
υπερασπισμέν
η
υπερασπισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπερασπισμέν
οι
οι
υπερασπισμέν
ες
τα
υπερασπισμέν
α
γενική
των
υπερασπισμέν
ων
των
υπερασπισμέν
ων
των
υπερασπισμέν
ων
αιτιατική
τους
υπερασπισμέν
ους
τις
υπερασπισμέν
ες
τα
υπερασπισμέν
α
κλητική
υπερασπισμέν
οι
υπερασπισμέν
ες
υπερασπισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπερασπισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υπερασπίζω
,
υπερασπίζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
υπερασπισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
υπερασπίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερασπισμένος
αγγλικά
:
defended
(en)
,
protected
(en)