υπερασπισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαυπερασπισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του υπερασπισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του υπερασπισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υπερασπισμένος