Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

exonerate (en)

  1. αθωώνω, δικαιώνω, απαλλάσσω από κατηγορία
  2. απαλλάσσω από υποχρέωση, εργασία κλπ