αυτοδικαίωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοδικαίωτος < αυτοδικαίωση + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααυτοδικαίωτος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- αυτοδικαίωση
- → δείτε τις λέξεις αυτός, δικαιώνω και δίκαιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοδικαίωτος