↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρνησιδικία οι αρνησιδικίες
      γενική της αρνησιδικίας των αρνησιδικιών
    αιτιατική την αρνησιδικία τις αρνησιδικίες
     κλητική αρνησιδικία αρνησιδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρνησιδικία < άρνηση + -δικία (< δίκη). Η λέξη ἀρνησιδικία απαντά ήδη από το 1840[1][2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρνησιδικία θηλυκό

  • η άρνηση έκδοσης δικαστικής απόφασης ή η αδυναμία έκδοσής της λόγω εγγενών αδυναμιών του συστήματος απονομής δικαιοσύνης
    ※  Στη συνέχεια, το κράτος έχασε και την ικανότητα να εφαρμόζει τον νόμο εξαιτίας της βαθμιαίας διάβρωσής του και της επικράτησης μιας ευρύτατης αρνησιδικίας. Σύμφωνα με νέα στοιχεία, το σύνολο των αδίκαστων υποθέσεων στο Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πλέον ξεπεράσει το όριο των 30.000 (Στάθης Ν. Καλύβας, Πού είμαστε και πού πάμε;: Διατρέχοντας την κρίση (2009-2016) και ατενίζοντας το μέλλον, εκδ. Μεταίχμιο, 2016 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 151, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.