αρνησιδικία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρνησιδικία θηλυκό
- η άρνηση έκδοσης δικαστικής απόφασης ή η αδυναμία έκδοσής της λόγω εγγενών αδυναμιών του συστήματος απονομής δικαιοσύνης
- ※ Στη συνέχεια, το κράτος έχασε και την ικανότητα να εφαρμόζει τον νόμο εξαιτίας της βαθμιαίας διάβρωσής του και της επικράτησης μιας ευρύτατης αρνησιδικίας. Σύμφωνα με νέα στοιχεία, το σύνολο των αδίκαστων υποθέσεων στο Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πλέον ξεπεράσει το όριο των 30.000 (Στάθης Ν. Καλύβας, Πού είμαστε και πού πάμε;: Διατρέχοντας την κρίση (2009-2016) και ατενίζοντας το μέλλον, εκδ. Μεταίχμιο, 2016 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρνησιδικία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 151, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- αρνησιδικία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αρνησιδικία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)