Ετυμολογία

επεξεργασία
ρέζους < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική rhesus < λατινική Rhesus < αρχαία ελληνική Ῥῆσος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃reǵ- (δεξής, ίσος, δίκαιος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɾe.zus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρέ‐ζους

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρέζους ουδέτερο άκλιτο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία