Δείτε επίσης: ἀρνιέμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρνιέμαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρνιέμαι < αρχαία ελληνική ἀρνοῦμαι → και δείτε τη λέξη αρνούμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾˈɲe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐νιέ‐μαι

αρνιέμαι, π.αόρ.: αρνήθηκα (αποθετικό ρήμα), αρνιούμαι και αρνούμαι