Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀθετέω < ἄθετος < α στερητικό και τίθημι

ἀθετέω - ἀθετῶ (συνηρημένο)

  1. αρνούμαι, αθετώ συνθήκη, δεν την τηρώ (το ρήμα φαίνεται να χρησιμοποιείται στην ελληνική γλώσσα κατά τους ρωμαϊκούς και χριστιανικούς χρόνους)
    • πῶς δὲ τούτους ἀθετεῖν εὐλαβεῖσθε, παρ᾽ ὧν οὐδεμίαν προειλήφατε χάριν, Φίλιππον δὲ.. οὐκ ἐντρέπεσθε... : πώς έχετε τύψεις να μην τηρήσετε τα συμφωνημένα με αυτούς που δεν σας προσέφεραν τίποτα, ενώ δεν ντρέπεστε τον Φίλιππο... (Πολυβίου Ιστ. Βιβλίο 9ο 36.10)
    • ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῖ ἢ ἐπιδιατάσσεται.
  2. (γραμματολογικά) οβελίζω, απορρίπτω ως νόθο, μη γνήσιο ένα χωρίο αρχαιότερου κειμένου βάζοντας σημάδι
    • τοῖς δὲ ψευδέσι τὰ τοῦ τ᾽ ἐλέγχου καὶ τῆς αἰτίας διηκριβωμένα, δἰ ἣν ἕκαστον ἀθετοῦμεν αὐτῶν.

Συγγενικά

επεξεργασία