αθετήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααθετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αθετώ
- θα αθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αθετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αθέτηση