compliance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
compliance | compliances |
Ετυμολογία
επεξεργασίαcompliance < comply compli- + -ance
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcompliance (en)
- η συμμόρφωση, η συμφωνία, η συμβατότητα
- η συμφωνία (π.χ. με κάποιον κανονισμό)
- η προσαρμοστικότητα
- η ενδοτικότητα, η υποχωρητικότητα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- complicity (συνέργεια, συνενοχή)