ενικός         πληθυντικός  
compliance compliances

  Ετυμολογία

επεξεργασία

compliance < comply compli- + -ance

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

compliance (en)

  1. η συμμόρφωση, η συμφωνία, η συμβατότητα
  2. η προσαρμοστικότητα
  3. η ενδοτικότητα, η υποχωρητικότητα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία