ενεστώτας comply
γ΄ ενικό ενεστώτα complies
αόριστος complied
παθητική μετοχή complied
ενεργητική μετοχή complying

  Προφορά

επεξεργασία
 

comply (en)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία