comply
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | comply |
γ΄ ενικό ενεστώτα | complies |
αόριστος | complied |
παθητική μετοχή | complied |
ενεργητική μετοχή | complying |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcomply (en)
- συμμορφώνομαι, ακολουθώ κανονισμούς ή αρχές, πειθαρχώ
- ⮡ they should comply with our rules - θα πρέπει να συμμορφωθούν με τους κανόνες