compliant
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kəmˈplʌɪənt/
Επίθετο επεξεργασία
compliant (en)
- ενδοτικός, υποχωρητικός, υπάκουος
- που συμμορφώνεται με συγκεκριμένα πρότυπα, νόμους, οδηγίες κλπ
- The browser is standards compliant.
compliant (en)