Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kəmˈplʌɪənt/

  Επίθετο επεξεργασία

compliant (en)

  1. ενδοτικός, υποχωρητικός, υπάκουος
  2. που συμμορφώνεται με συγκεκριμένα πρότυπα, νόμους, οδηγίες κλπ
    The browser is standards compliant.

Αντώνυμα επεξεργασία