complicity
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία en επεξεργασία
- complicity μέσος 17ος αιώνας < μέση αγγλική complice (συνεργάτης) < παλαιά γαλλικά < υστερολατινικά complex (συνασπισμένος, συμμαχικός, σύμμαχος) < λατινικά complicare (διπλωμένος μαζί) (Δείτε και complicate, accomplice)
Ουσιαστικό επεξεργασία
complicity (en)