Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνενοχή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
συνοχή
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
συνενοχ
ή
οι
συνενοχ
ές
γενική
της
συνενοχ
ής
των
συνενοχ
ών
αιτιατική
τη
συνενοχ
ή
τις
συνενοχ
ές
κλητική
συνενοχ
ή
συνενοχ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνενοχή
<
συν-
+
ενοχή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνενοχή
θηλυκό
το να είναι κάποιος
συνένοχος
, η
ιδιότητα
του
συνένοχου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνενοχή
αγγλικά
:
complicity
(en)
γαλλικά
:
complicité
(fr)