ενικός         πληθυντικός  
transgression transgressions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

transgression (fr) θηλυκό

  1. η καταπάτηση, η παράβαση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. παραβίαση κανόνα, ανομία