παραπλήσιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραπλήσιος < αρχαία ελληνική παραπλήσιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παραπλήσιος, -α, -ο
- που βρίσκεται αρκετά κοντά σε άλλον, κοντινός
- (μεταφορικά)
- Και τα τρία αυτά υλικά χαρακτηρίζονται με τους γενικούς όρους MMVF (Man made vitrous fibers - Ινώδη τεχνητά υαλώδη υλικά) ή τον παραπλήσιο όρο MMMF (Man made mineral fibers - Ινώδη τεχνητά υλικά από ορυκτά) (από το λήμμα της Βικιπαίδειας Πετροβάμβακας)
- (μεταφορικά)
- που έχει αρκετή ομοιότητα με άλλον, παρόμοιος σε μέγεθος ή άλλο χαρακτηριστικό
- Για να μην εμφανιστεί αυτό το φαινόμενο, η μόνη λύση είναι η ομαλή αύξηση της ασκούμενης καταπόνησης του ελαστικού, έτσι ώστε οι εσωτερικές και εξωτερικές στοιβάδες της γόμας να διατηρούν συνεχώς παραπλήσιες θερμοκρασίες. (από άρθρο του περιοδικού 2 Τροχοί, Οκτώβριος 1999)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παραπλήσιος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
παραπλήσιος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παραπλήσιος
- που έχει αρκετή ομοιότητα με άλλον
- (κατ' επέκταση) που είναι σχεδόν τόσο μεγάλος, σε μέγεθος, ύψος ή ηλικία, όσο το αντικείμενο ή το άτομο στο οποίο αναφέρεται