παραπλήσιος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραπλήσιος < αρχαία ελληνική παραπλήσιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παραπλήσιος, -α, -ο
- που βρίσκεται αρκετά κοντά σε άλλον, κοντινός
- (μεταφορικά)
- ※ Η τελευταία χρησιμοποιεί τον παραπλήσιο όρο «politics of place» προκειμένου να αποδώσει τις πολιτικές ηγεμονίας των ανθρωπολόγων, ως δυτικοθρεμμένων επιστημόνων σε σχέση με το χώρο της επιτόπιας έρευνάς τους. (Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, Περιπέτειες της ετερότητας: η παραγωγή της πολιτισμικής διαφοράς στη σημερινή Ελλάδα, 2006, sel. 210)
- (μεταφορικά)
- που έχει αρκετή ομοιότητα με άλλον, παρόμοιος σε μέγεθος ή άλλο χαρακτηριστικό
- Για να μην εμφανιστεί αυτό το φαινόμενο, η μόνη λύση είναι η ομαλή αύξηση της ασκούμενης καταπόνησης του ελαστικού, έτσι ώστε οι εσωτερικές και εξωτερικές στοιβάδες της γόμας να διατηρούν συνεχώς παραπλήσιες θερμοκρασίες. (από άρθρο του περιοδικού 2 Τροχοί, Οκτώβριος 1999)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
παραπλήσιος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παραπλήσιος
- που έχει αρκετή ομοιότητα με άλλον
- (κατʼ επέκταση) που είναι σχεδόν τόσο μεγάλος, σε μέγεθος, ύψος ή ηλικία, όσο το αντικείμενο ή το άτομο στο οποίο αναφέρεται