proche
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
proche | proches |
proche (fr)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
proche | proches |
proche (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- στενός φίλος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
proche | proches |
proche (fr)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
proche | proches |
proche (fr) αρσενικό ή θηλυκό