Ετυμολογία

επεξεργασία
παραξηλώνω < παρα- + ξηλώνω

παραξηλώνω

  1. ξηλώνω περισσότερο από όσο πρέπει

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
  1. παραξήλωμα
  2. παραξηλωμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία