παραξηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραξηλώνω
- ξηλώνω περισσότερο από όσο πρέπει
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραξηλώνω | παραξήλωνα | θα παραξηλώνω | να παραξηλώνω | παραξηλώνοντας | |
β' ενικ. | παραξηλώνεις | παραξήλωνες | θα παραξηλώνεις | να παραξηλώνεις | παραξήλωνε | |
γ' ενικ. | παραξηλώνει | παραξήλωνε | θα παραξηλώνει | να παραξηλώνει | ||
α' πληθ. | παραξηλώνουμε | παραξηλώναμε | θα παραξηλώνουμε | να παραξηλώνουμε | ||
β' πληθ. | παραξηλώνετε | παραξηλώνατε | θα παραξηλώνετε | να παραξηλώνετε | παραξηλώνετε | |
γ' πληθ. | παραξηλώνουν(ε) | παραξήλωναν παραξηλώναν(ε) |
θα παραξηλώνουν(ε) | να παραξηλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραξήλωσα | θα παραξηλώσω | να παραξηλώσω | παραξηλώσει | ||
β' ενικ. | παραξήλωσες | θα παραξηλώσεις | να παραξηλώσεις | παραξήλωσε | ||
γ' ενικ. | παραξήλωσε | θα παραξηλώσει | να παραξηλώσει | |||
α' πληθ. | παραξηλώσαμε | θα παραξηλώσουμε | να παραξηλώσουμε | |||
β' πληθ. | παραξηλώσατε | θα παραξηλώσετε | να παραξηλώσετε | παραξηλώστε | ||
γ' πληθ. | παραξήλωσαν παραξηλώσαν(ε) |
θα παραξηλώσουν(ε) | να παραξηλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραξηλώσει | είχα παραξηλώσει | θα έχω παραξηλώσει | να έχω παραξηλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραξηλώσει | είχες παραξηλώσει | θα έχεις παραξηλώσει | να έχεις παραξηλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραξηλώσει | είχε παραξηλώσει | θα έχει παραξηλώσει | να έχει παραξηλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραξηλώσει | είχαμε παραξηλώσει | θα έχουμε παραξηλώσει | να έχουμε παραξηλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραξηλώσει | είχατε παραξηλώσει | θα έχετε παραξηλώσει | να έχετε παραξηλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραξηλώσει | είχαν παραξηλώσει | θα έχουν παραξηλώσει | να έχουν παραξηλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραξηλώνω
|