Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

το παραξηλώνω < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

το παραξηλώνω

  1. υπερβαίνω τα όρια, το παρακάνω
    κάτσε φρόνιμα γιατί το 'χεις παραξηλώσει και θα φας ξύλο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία