Ετυμολογία

επεξεργασία
το παραξηλώνω < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση

επεξεργασία

το παραξηλώνω

  1. υπερβαίνω τα όρια, το παρακάνω
    κάτσε φρόνιμα γιατί το 'χεις παραξηλώσει και θα φας ξύλο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία