το παραξηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- το παραξηλώνω < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
επεξεργασίατο παραξηλώνω
- υπερβαίνω τα όρια, το παρακάνω
- κάτσε φρόνιμα γιατί το 'χεις παραξηλώσει και θα φας ξύλο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία το παραξηλώνω
|