Ετυμολογία

επεξεργασία
ξηλώνω < εξηλώνω < (ελληνιστική κοινή) ἐξηλόω < ἐξ + ἧλος (καρφί)

ξηλώνω, πρτ.: ξήλωνα, στ.μέλλ.: θα ξηλώσω, αόρ.: ξήλωσα, παθ.φωνή: ξηλώνομαι, μτχ.π.π.: ξηλωμένος

  1. αφαιρώ τις κλωστές που κρατούσαν συνδεδεμένα δύο υφάσματα ή δύο μέρη του ίδιου υφάσματος
     αντώνυμα: ράβω
  2. αποσπώ από μία κατασκευή ένα τμήμα της
  3. (ανεπίσημο) απομακρύνω έναν αξιωματούχο από τη θέση του
     συνώνυμα: καθαιρώ

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ράβε ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει: για κάποιον που συνεχώς φτιάχνει κάτι και μετά το χαλάει και το ξαναφτιάχνει

Συγγενικά

επεξεργασία
  1. αποξηλώνω
  2. παραξηλώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία