ξηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξηλώνω < εξηλώνω < (ελληνιστική κοινή) ἐξηλόω < ἐξ + ἧλος (καρφί)
Ρήμα
επεξεργασίαξηλώνω, πρτ.: ξήλωνα, στ.μέλλ.: θα ξηλώσω, αόρ.: ξήλωσα, παθ.φωνή: ξηλώνομαι, μτχ.π.π.: ξηλωμένος
- αφαιρώ τις κλωστές που κρατούσαν συνδεδεμένα δύο υφάσματα ή δύο μέρη του ίδιου υφάσματος
- αποσπώ από μία κατασκευή ένα τμήμα της
- (ανεπίσημο) απομακρύνω έναν αξιωματούχο από τη θέση του
Εκφράσεις
επεξεργασία- ράβε ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει: για κάποιον που συνεχώς φτιάχνει κάτι και μετά το χαλάει και το ξαναφτιάχνει
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξηλώνω | ξήλωνα | θα ξηλώνω | να ξηλώνω | ξηλώνοντας | |
β' ενικ. | ξηλώνεις | ξήλωνες | θα ξηλώνεις | να ξηλώνεις | ξήλωνε | |
γ' ενικ. | ξηλώνει | ξήλωνε | θα ξηλώνει | να ξηλώνει | ||
α' πληθ. | ξηλώνουμε | ξηλώναμε | θα ξηλώνουμε | να ξηλώνουμε | ||
β' πληθ. | ξηλώνετε | ξηλώνατε | θα ξηλώνετε | να ξηλώνετε | ξηλώνετε | |
γ' πληθ. | ξηλώνουν(ε) | ξήλωναν ξηλώναν(ε) |
θα ξηλώνουν(ε) | να ξηλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξήλωσα | θα ξηλώσω | να ξηλώσω | ξηλώσει | ||
β' ενικ. | ξήλωσες | θα ξηλώσεις | να ξηλώσεις | ξήλωσε | ||
γ' ενικ. | ξήλωσε | θα ξηλώσει | να ξηλώσει | |||
α' πληθ. | ξηλώσαμε | θα ξηλώσουμε | να ξηλώσουμε | |||
β' πληθ. | ξηλώσατε | θα ξηλώσετε | να ξηλώσετε | ξηλώστε | ||
γ' πληθ. | ξήλωσαν ξηλώσαν(ε) |
θα ξηλώσουν(ε) | να ξηλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξηλώσει | είχα ξηλώσει | θα έχω ξηλώσει | να έχω ξηλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξηλώσει | είχες ξηλώσει | θα έχεις ξηλώσει | να έχεις ξηλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξηλώσει | είχε ξηλώσει | θα έχει ξηλώσει | να έχει ξηλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξηλώσει | είχαμε ξηλώσει | θα έχουμε ξηλώσει | να έχουμε ξηλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξηλώσει | είχατε ξηλώσει | θα έχετε ξηλώσει | να έχετε ξηλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξηλώσει | είχαν ξηλώσει | θα έχουν ξηλώσει | να έχουν ξηλώσει |
|